
"Do not take life too seriously. You will never get out of it alive." (Elbert Hubbard)
Τρίτη 10 Μαΐου 2011
ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ vol. 20

Τρίτη 5 Απριλίου 2011
το παλιό κινητό
έχω πέσει και κλαίω
στο παλιό μου κινητό
που το είχα ξεχάσει
στο συρτάρι κλειστό
μες τα πλήκτρα είχε
ψιχουλάκια από σνακ
και στη πρόσοψη σημάδια
τότε που είχε γλιτώσει στο τσακ
τόσες κρύες στιγμές
στην καρδιά μου ζεστές
κάτω απ' τα θρανία
στα λεωφορεία μετά
μού μαθε το φιδάκι
να παίζω εν ψυχρώ
ακομή κι αν με σκουντάνε
εγώ να κάνω ρεκόρ
κι έσβηνε το τσιγάρο
λίγο μετά τον αγώνα
σε μια στάση κάτσαμε
και γίναμε λοιώμα
και μια νύχτα τρελή
σε ένα άδειο μπαλκόνι
είχα στείλει θυμάμαι
ένα sms σεντόνι
πώς περάσαν τα χρόνια
τι είν' αυτό το iphone
πώς παίρνει τηλέφωνο
μοιάζει με θήκη κραγιόν
το παλιό μου κινητό
το χαρίζω σε σένα
να προσέχεις μικρή μου
έχει χαλάσει η αντέννα
έχω πέσει και κλαίω
στο παλιό μου το μπλογκ...
στο παλιό μου κινητό
που το είχα ξεχάσει
στο συρτάρι κλειστό
μες τα πλήκτρα είχε
ψιχουλάκια από σνακ
και στη πρόσοψη σημάδια
τότε που είχε γλιτώσει στο τσακ
τόσες κρύες στιγμές
στην καρδιά μου ζεστές
κάτω απ' τα θρανία
στα λεωφορεία μετά
μού μαθε το φιδάκι
να παίζω εν ψυχρώ
ακομή κι αν με σκουντάνε
εγώ να κάνω ρεκόρ
κι έσβηνε το τσιγάρο
λίγο μετά τον αγώνα
σε μια στάση κάτσαμε
και γίναμε λοιώμα
και μια νύχτα τρελή
σε ένα άδειο μπαλκόνι
είχα στείλει θυμάμαι
ένα sms σεντόνι
πώς περάσαν τα χρόνια
τι είν' αυτό το iphone
πώς παίρνει τηλέφωνο
μοιάζει με θήκη κραγιόν
το παλιό μου κινητό
το χαρίζω σε σένα
να προσέχεις μικρή μου
έχει χαλάσει η αντέννα
έχω πέσει και κλαίω
στο παλιό μου το μπλογκ...
Δευτέρα 4 Απριλίου 2011
ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ vol.19

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ
Μπηκε ακαλεστος ληστης ο ηλιος απ τις γριλιες
ξημερωσε Δευτερα και η Κυριακη δε φυλαξε τσιλιες
τυφλος σηκωνεσαι και κατι μουρμουρας
γρηγορα ντυνεσαι και κατι προχειρο γυρεθεις για να φας
Η μερα ασχισε και τρεχεις σαν τον Μπολτ
μοιαζεις με τυπο που χαθηκε στο Λοστ
στο αμαξι μπαινεις μηχανικα οδηγας
σε δρομους σπαστικους που δεν γουσταρεις να περνας
Τα μουτρα του αφεντικου σε περιμενουν ξινισμενα
του σπιτιου του τα σπασμενα φορτωνει σε σενα
ωρες ολοκληρες θα σου ζαλιζει το κεφαλι
στο τελος θα σου πει ''Τα λεμε αυριο ρεμαλι''
Μην κανεις πως δεν κοιμασαι
δικο τους πιονι σε τετραγωνα σημαδεμενα θα σαι
και θα πλανασαι
πως τη ζωη που ζηταγες παιδι θα την παιρνας
μηπως θυμασαι????
Το σπιτι σου σε περιμενει με απειλειτικες διαθεσεις
μα εισαι πτωμα και ουτε το χαζοκουτι δε θα ανοιξεις
καλυτερα αφου εισαι ψοφιος να την πεσεις
Στις παραισθησεις ταξιδευεις με βαπορι
δε σου μαθαν ποτε πως φυτρωσαν οι σποροι
επαιξες με ρεντα και με γεματη τη φαρετρα
τωρα τις πληγες σου ομως σκυψε και μετρα
τα βραδια ντυνεσαι κακος σαν ηρωας της Μαρβελ
οι σκεψεις σου εγιναν θυμος σε καλοστημενο πανελ
Και στο κρεβατι σαν σωριαστεις τα νυχτες που γυριζεις
το σωμα αδειο και κενο και λαμογια μυριζεις
Τα ονειρα σου κοκκινα βαμμενα σαν του Πασχα της γιορτης τα αβγα
μα η καρδια σου ολολευκη σαν μερα του χιονια
θα μεινει ασημειωτη στα χρονια τα χαμενα
γιατι ολα στα αρχιδια σου τα εχεις πια γραμμενα......
ξημερωσε Δευτερα και η Κυριακη δε φυλαξε τσιλιες
τυφλος σηκωνεσαι και κατι μουρμουρας
γρηγορα ντυνεσαι και κατι προχειρο γυρεθεις για να φας
Η μερα ασχισε και τρεχεις σαν τον Μπολτ
μοιαζεις με τυπο που χαθηκε στο Λοστ
στο αμαξι μπαινεις μηχανικα οδηγας
σε δρομους σπαστικους που δεν γουσταρεις να περνας
Τα μουτρα του αφεντικου σε περιμενουν ξινισμενα
του σπιτιου του τα σπασμενα φορτωνει σε σενα
ωρες ολοκληρες θα σου ζαλιζει το κεφαλι
στο τελος θα σου πει ''Τα λεμε αυριο ρεμαλι''
Μην κανεις πως δεν κοιμασαι
δικο τους πιονι σε τετραγωνα σημαδεμενα θα σαι
και θα πλανασαι
πως τη ζωη που ζηταγες παιδι θα την παιρνας
μηπως θυμασαι????
Το σπιτι σου σε περιμενει με απειλειτικες διαθεσεις
μα εισαι πτωμα και ουτε το χαζοκουτι δε θα ανοιξεις
καλυτερα αφου εισαι ψοφιος να την πεσεις
Στις παραισθησεις ταξιδευεις με βαπορι
δε σου μαθαν ποτε πως φυτρωσαν οι σποροι
επαιξες με ρεντα και με γεματη τη φαρετρα
τωρα τις πληγες σου ομως σκυψε και μετρα
τα βραδια ντυνεσαι κακος σαν ηρωας της Μαρβελ
οι σκεψεις σου εγιναν θυμος σε καλοστημενο πανελ
Και στο κρεβατι σαν σωριαστεις τα νυχτες που γυριζεις
το σωμα αδειο και κενο και λαμογια μυριζεις
Τα ονειρα σου κοκκινα βαμμενα σαν του Πασχα της γιορτης τα αβγα
μα η καρδια σου ολολευκη σαν μερα του χιονια
θα μεινει ασημειωτη στα χρονια τα χαμενα
γιατι ολα στα αρχιδια σου τα εχεις πια γραμμενα......
Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
νά μαστε πάλι
ο Τζακ κοίταξε λοξά την πεδιάδα που άφηνε πίσω του και συνέχισε τον δρόμο του, τραβώντας ελαφρά τα γκέμια.
Είχε νερό και φαγητό για τους δυο τους να κρατήσει τρεις ημέρες, υπολόγιζε να έφτανε στο λιμάνι μέχρι τότε.
Φυλές είχαν καλπάσει με τα άλογά τους κάτω από αυτό το φεγγάρι. Κυνηγημένες ή με την δίψα του καινούργιου; Το σαράκι που υπάρχει μέσα σε όλους του ανθρώπους, για τη νέα ήπειρο, για την ελπίδα πίσω από το βουνό, το ένοιωθε μέσα του, και ένοιωθε όλους αυτούς που προηγήθηκαν.
Σκεφτόταν πόσα λίγα ήξερε, πόσο λάθος έκανε να κρίνει αυτά που έγιναν με βάση ό,τι λίγα γνώριζε. Αυτοί που άφησαν την ήπειρο της σαβάνας για να αποικήσουν την Γη της Ινδίας, τις απέραντες στέπες, και ύστερα την άγονη Μεσόγειο, ποιος ήταν αυτός που θα τους ένοιωθε; Αλλά, αυτός ήταν αυτοί, και ό,τι θα ακολουθούσε. Μέσα του ο νέγρος παππούς, ο σχιστομάτης αδερφός. Η ζωή του οριζόταν από κάτι που δεν γνώριζε, ήταν καρπός σπόρου που παρασύρθηκε από τον άνεμο.
Η μόνη πυξίδα το ταγάρι του. Πόσο φαγητό έχει ακόμη, και πώς θα γεμίσει. Γύριζε στην έρημο. Εκεί που τελικά, η σκόνη που σκεπάζει τα μάτια είναι πιο κατανοητή. Πάντα γύρευε να γίνει ένα με το περιβάλλον του. Η έρημος ήταν απλή. Ζητούσε μόνο την σιωπή του.
Ο χρόνος που η έρημός του ενωνόταν με την έρημο του θεού του. Και γίνεται ακρογιάλι. Η εποχή που οι βράχοι γίνονται δέντρα. Ήξερε πως σε κανέναν δεν θα μπορούσε να πει το όνειρό του. Τα όνειρα τα ξέχναγε την αυγή.
Ενώθηκε με αυτούς που αδίκησε, με ό,τι ζήλεψε να φτάσει, με ό,τι δεν είπε και τους ρυθμούς που δεν γνώρισε, και όσα έσβησε, και έγιναν όλοι κόκκοι άμμου χωρίς ψυχή.
Και κοίταξε το ταγάρι του, συνειδητοποιώντας την πεζότητά του. Και αισθάνθηκε όμορφος και μόνος στο μονότονο τοπίο. Και ήξερε το τέλος, μα έψαχνε τη ζωή που στο τέλος άξιζε. Και για λίγο δεν είχε ανάγκη την πυξίδα του, και διάλεξε να γίνει η έρημος και ο άνεμος και ο ήλιος που αγκάλιαζαν την θλίψη.
Και άφησε το άλογό του να γυρίσει πίσω στην πεδιάδα, και αισθάνθηκε ό,τι έλεγε εαυτό του έναν κόκκο άμμου, αλαφρύ, χαζό, ίδιο με όλους του κόκκους της ερήμου, σταλιά από το απέραντο μπλε της παγωμένης και τρομαχτικής θάλασσας.
Είχε νερό και φαγητό για τους δυο τους να κρατήσει τρεις ημέρες, υπολόγιζε να έφτανε στο λιμάνι μέχρι τότε.
Φυλές είχαν καλπάσει με τα άλογά τους κάτω από αυτό το φεγγάρι. Κυνηγημένες ή με την δίψα του καινούργιου; Το σαράκι που υπάρχει μέσα σε όλους του ανθρώπους, για τη νέα ήπειρο, για την ελπίδα πίσω από το βουνό, το ένοιωθε μέσα του, και ένοιωθε όλους αυτούς που προηγήθηκαν.
Σκεφτόταν πόσα λίγα ήξερε, πόσο λάθος έκανε να κρίνει αυτά που έγιναν με βάση ό,τι λίγα γνώριζε. Αυτοί που άφησαν την ήπειρο της σαβάνας για να αποικήσουν την Γη της Ινδίας, τις απέραντες στέπες, και ύστερα την άγονη Μεσόγειο, ποιος ήταν αυτός που θα τους ένοιωθε; Αλλά, αυτός ήταν αυτοί, και ό,τι θα ακολουθούσε. Μέσα του ο νέγρος παππούς, ο σχιστομάτης αδερφός. Η ζωή του οριζόταν από κάτι που δεν γνώριζε, ήταν καρπός σπόρου που παρασύρθηκε από τον άνεμο.
Η μόνη πυξίδα το ταγάρι του. Πόσο φαγητό έχει ακόμη, και πώς θα γεμίσει. Γύριζε στην έρημο. Εκεί που τελικά, η σκόνη που σκεπάζει τα μάτια είναι πιο κατανοητή. Πάντα γύρευε να γίνει ένα με το περιβάλλον του. Η έρημος ήταν απλή. Ζητούσε μόνο την σιωπή του.
Ο χρόνος που η έρημός του ενωνόταν με την έρημο του θεού του. Και γίνεται ακρογιάλι. Η εποχή που οι βράχοι γίνονται δέντρα. Ήξερε πως σε κανέναν δεν θα μπορούσε να πει το όνειρό του. Τα όνειρα τα ξέχναγε την αυγή.
Ενώθηκε με αυτούς που αδίκησε, με ό,τι ζήλεψε να φτάσει, με ό,τι δεν είπε και τους ρυθμούς που δεν γνώρισε, και όσα έσβησε, και έγιναν όλοι κόκκοι άμμου χωρίς ψυχή.
Και κοίταξε το ταγάρι του, συνειδητοποιώντας την πεζότητά του. Και αισθάνθηκε όμορφος και μόνος στο μονότονο τοπίο. Και ήξερε το τέλος, μα έψαχνε τη ζωή που στο τέλος άξιζε. Και για λίγο δεν είχε ανάγκη την πυξίδα του, και διάλεξε να γίνει η έρημος και ο άνεμος και ο ήλιος που αγκάλιαζαν την θλίψη.
Και άφησε το άλογό του να γυρίσει πίσω στην πεδιάδα, και αισθάνθηκε ό,τι έλεγε εαυτό του έναν κόκκο άμμου, αλαφρύ, χαζό, ίδιο με όλους του κόκκους της ερήμου, σταλιά από το απέραντο μπλε της παγωμένης και τρομαχτικής θάλασσας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)