Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

νά μαστε πάλι

ο Τζακ κοίταξε λοξά την πεδιάδα που άφηνε πίσω του και συνέχισε τον δρόμο του, τραβώντας ελαφρά τα γκέμια.
Είχε νερό και φαγητό για τους δυο τους να κρατήσει τρεις ημέρες, υπολόγιζε να έφτανε στο λιμάνι μέχρι τότε.
Φυλές είχαν καλπάσει με τα άλογά τους κάτω από αυτό το φεγγάρι. Κυνηγημένες ή με την δίψα του καινούργιου; Το σαράκι που υπάρχει μέσα σε όλους του ανθρώπους, για τη νέα ήπειρο, για την ελπίδα πίσω από το βουνό, το ένοιωθε μέσα του, και ένοιωθε όλους αυτούς που προηγήθηκαν.

Σκεφτόταν πόσα λίγα ήξερε, πόσο λάθος έκανε να κρίνει αυτά που έγιναν με βάση ό,τι λίγα γνώριζε. Αυτοί που άφησαν την ήπειρο της σαβάνας για να αποικήσουν την Γη της Ινδίας, τις απέραντες στέπες, και ύστερα την άγονη Μεσόγειο, ποιος ήταν αυτός που θα τους ένοιωθε; Αλλά, αυτός ήταν αυτοί, και ό,τι θα ακολουθούσε. Μέσα του ο νέγρος παππούς, ο σχιστομάτης αδερφός. Η ζωή του οριζόταν από κάτι που δεν γνώριζε, ήταν καρπός σπόρου που παρασύρθηκε από τον άνεμο.

Η μόνη πυξίδα το ταγάρι του. Πόσο φαγητό έχει ακόμη, και πώς θα γεμίσει. Γύριζε στην έρημο. Εκεί που τελικά, η σκόνη που σκεπάζει τα μάτια είναι πιο κατανοητή. Πάντα γύρευε να γίνει ένα με το περιβάλλον του. Η έρημος ήταν απλή. Ζητούσε μόνο την σιωπή του.

Ο χρόνος που η έρημός του ενωνόταν με την έρημο του θεού του. Και γίνεται ακρογιάλι. Η εποχή που οι βράχοι γίνονται δέντρα. Ήξερε πως σε κανέναν δεν θα μπορούσε να πει το όνειρό του. Τα όνειρα τα ξέχναγε την αυγή.

Ενώθηκε με αυτούς που αδίκησε, με ό,τι ζήλεψε να φτάσει, με ό,τι δεν είπε και τους ρυθμούς που δεν γνώρισε, και όσα έσβησε, και έγιναν όλοι κόκκοι άμμου χωρίς ψυχή.

Και κοίταξε το ταγάρι του, συνειδητοποιώντας την πεζότητά του. Και αισθάνθηκε όμορφος και μόνος στο μονότονο τοπίο. Και ήξερε το τέλος, μα έψαχνε τη ζωή που στο τέλος άξιζε. Και για λίγο δεν είχε ανάγκη την πυξίδα του, και διάλεξε να γίνει η έρημος και ο άνεμος και ο ήλιος που αγκάλιαζαν την θλίψη.

Και άφησε το άλογό του να γυρίσει πίσω στην πεδιάδα, και αισθάνθηκε ό,τι έλεγε εαυτό του έναν κόκκο άμμου, αλαφρύ, χαζό, ίδιο με όλους του κόκκους της ερήμου, σταλιά από το απέραντο μπλε της παγωμένης και τρομαχτικής θάλασσας.