Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ vol. 20

«Αποκλείεται!» είπε έκπληκτος ο Ίαν. «Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα το ήξερα. Με τον Ρίτσαρντ ήμασταν αχώριστοι φίλοι από τα 17 μας, από όταν μπήκαμε στο πανεπιστήμιο. Πιστεύω αν είχε αδερφή, θα το γνώριζα!» συνέχισε να λέει, προσπαθώντας να ελένξει την οργή του καθώς ήταν σίγουρος πως η Μπρούκ έλεγε ψέματα και πως τελικά απλά έχανε τον χρόνο του μαζί της. «Ηρέμησε σε παρακαλώ! Δεν είναι ανάγκη να γίνουμε θέαμα σ’ όλο το μαγαζί. Σου λέω την αλήθεια, πρέπει να με πιστέψεις. Απλά άφησέ με να σου εξηγήσω πως ακριβώς έχουν τα πράγματα!» είπε η Μπρούκ κοιτώντας κατάματα τον Ίαν ενώ παράλληλα του έπιασε τα χέρια σφυχτά προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Μου λές ότι ο καλύτερός μου φίλος έχει μια αδερφή, την οποία εγώ ούτε έχω δεί ποτέ αλλά ούτε έχω ακούσει κάτι για αυτήν και θές να σε πιστέψω? Είναι γελοίο! Και εγώ χάνω πολύτιμο χρόνο! Γιατί δεν μου λές ποιά πραγματικά είσαι να τελειώνουμε?» απάντησε ο Ίαν και τράβηξε τα χέρια του σταυρώνοντάς τα μπροστά από το στήθος του. «Το ξέρω ότι σου φαίνεται περίεργο αλλά σου λέω την αλήθεια! Απλά άσε με να σου εξηγήσω!» είπε η Μπρούκ με σιγανή φωνή για να μην την ακούσουν οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού. «Το καλό που σου θέλω να έχεις μια πραγματικά καλή εξήγηση για όλα αυτά!» απάντησε ο Ίαν κοιτώντας την έξαλλος. «Ωραια! Εγώ , Ίαν, γεννήθηκα στην Βοστώνη. Η μητέρα μου όλη της την ζωή δούλευε ως γενική γραμματέας σε μια εταιρία μεταφορών με γραφεία σε όλο τον κόσμο, την ‘’J.L.Transports Corp.’’. Το 1984 γνώρισε μέσα από την δουλειά της τον Άλαν Γούντ. Παρόλο που ο Άλαν ήταν παντρεμένος και είχε και ένα παιδί, τον Ρίτσαρντ, έζησε με την μητέρα μου έναν θυελλώδη έρωτα. Ένα χρόνο μετά, η μητέρα μου μένει έγκυος σε μένα. . . TO BE CONTINUED. . .

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

το παλιό κινητό

έχω πέσει και κλαίω
στο παλιό μου κινητό
που το είχα ξεχάσει
στο συρτάρι κλειστό

μες τα πλήκτρα είχε
ψιχουλάκια από σνακ
και στη πρόσοψη σημάδια
τότε που είχε γλιτώσει στο τσακ

τόσες κρύες στιγμές
στην καρδιά μου ζεστές
κάτω απ' τα θρανία
στα λεωφορεία μετά

μού μαθε το φιδάκι
να παίζω εν ψυχρώ
ακομή κι αν με σκουντάνε
εγώ να κάνω ρεκόρ

κι έσβηνε το τσιγάρο
λίγο μετά τον αγώνα
σε μια στάση κάτσαμε
και γίναμε λοιώμα

και μια νύχτα τρελή
σε ένα άδειο μπαλκόνι
είχα στείλει θυμάμαι
ένα sms σεντόνι

πώς περάσαν τα χρόνια
τι είν' αυτό το iphone
πώς παίρνει τηλέφωνο
μοιάζει με θήκη κραγιόν

το παλιό μου κινητό
το χαρίζω σε σένα
να προσέχεις μικρή μου
έχει χαλάσει η αντέννα


έχω πέσει και κλαίω
στο παλιό μου το μπλογκ...

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ vol.19

Η βροχή είχε αρχίσει πια να κοπάζει και ο Ίαν με την Μπρούκ σταμάτησαν σε μια μικρή καφετέρια λίγο έξω από την συνοικία του Μπρούκλιν για να ζεσταθούν και να συζητήσουν για την Λεϊλά και τον Ρίτσαρντ. Από πού τους γνώριζε η Μπρούκ και πόσα ήξερε για αυτούς? Ο Ίαν φανερά ταραγμένος από τα πρόσφατα συμβάντα, ακολουθούσε ασυναίσθητα την Μπρούκ η οποία κατευθυνόταν στο πιο απομακρυσμένο τραπέζι της καφετέριας, ενώ παράλληλα τσέκαρε τις φυσιογνωμίες μέσα στον χώρο, για να σιγουρευτεί ότι δεν τους ακολούθησε κανείς. Κάθισαν και παρήγγειλαν ζεστό καφέ και ντόνατς. Η νύχτα προβλεπόταν μακριά. «Λοιπόν, τι είναι αυτό που θές να μάθεις?» ρώτησε η Μπρούκ. «Τα πάντα! Ποία είσαι και πώς έμαθες όλα όσα γνωρίζεις για τον φίλο μου?» απάντησε ο Ίαν χωρίς δεύτερη σκέψη. «Είναι φανερό ότι έχεις πολλές ερωτήσεις για μένα. Το καταλαβαίνω. Θα σου ζητήσω όμως μια χάρη. Θελω να με αφήσεις να σου πώ πρώτα όσα θεωρώ απαραίτητα να γνωρίζεις και ύστερα μπορείς να μου κάνεις όσες ερωτήσεις θέλεις. Αρχικά, αυτό που πρέπει να γνωρίζεις για μένα είναι η πραγματική μου ταυτότητα. Το όνομά μου είναι Μπρούκ Φίλντς-Γούντ και είμαι ετεροθαλής αδερφή του Ρίτσαρντ…TO BE CONTINUED

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ

Μπηκε ακαλεστος ληστης ο ηλιος απ τις γριλιες
ξημερωσε Δευτερα και η Κυριακη δε φυλαξε τσιλιες
τυφλος σηκωνεσαι και κατι μουρμουρας
γρηγορα ντυνεσαι και κατι προχειρο γυρεθεις για να φας
Η μερα ασχισε και τρεχεις σαν τον Μπολτ
μοιαζεις με τυπο που χαθηκε στο Λοστ
στο αμαξι μπαινεις μηχανικα οδηγας
σε δρομους σπαστικους που δεν γουσταρεις να περνας
Τα μουτρα του αφεντικου σε περιμενουν ξινισμενα
του σπιτιου του τα σπασμενα φορτωνει σε σενα
ωρες ολοκληρες θα σου ζαλιζει το κεφαλι
στο τελος θα σου πει ''Τα λεμε αυριο ρεμαλι''

Μην κανεις πως δεν κοιμασαι
δικο τους πιονι σε τετραγωνα σημαδεμενα θα σαι
και θα πλανασαι
πως τη ζωη που ζηταγες παιδι θα την παιρνας
μηπως θυμασαι????

Το σπιτι σου σε περιμενει με απειλειτικες διαθεσεις
μα εισαι πτωμα και ουτε το χαζοκουτι δε θα ανοιξεις
καλυτερα αφου εισαι ψοφιος να την πεσεις
Στις παραισθησεις ταξιδευεις με βαπορι
δε σου μαθαν ποτε πως φυτρωσαν οι σποροι
επαιξες με ρεντα και με γεματη τη φαρετρα
τωρα τις πληγες σου ομως σκυψε και μετρα
τα βραδια ντυνεσαι κακος σαν ηρωας της Μαρβελ
οι σκεψεις σου εγιναν θυμος σε καλοστημενο πανελ
Και στο κρεβατι σαν σωριαστεις τα νυχτες που γυριζεις
το σωμα αδειο και κενο και λαμογια μυριζεις
Τα ονειρα σου κοκκινα βαμμενα σαν του Πασχα της γιορτης τα αβγα
μα η καρδια σου ολολευκη σαν μερα του χιονια
θα μεινει ασημειωτη στα χρονια τα χαμενα
γιατι ολα στα αρχιδια σου τα εχεις πια γραμμενα......

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

νά μαστε πάλι

ο Τζακ κοίταξε λοξά την πεδιάδα που άφηνε πίσω του και συνέχισε τον δρόμο του, τραβώντας ελαφρά τα γκέμια.
Είχε νερό και φαγητό για τους δυο τους να κρατήσει τρεις ημέρες, υπολόγιζε να έφτανε στο λιμάνι μέχρι τότε.
Φυλές είχαν καλπάσει με τα άλογά τους κάτω από αυτό το φεγγάρι. Κυνηγημένες ή με την δίψα του καινούργιου; Το σαράκι που υπάρχει μέσα σε όλους του ανθρώπους, για τη νέα ήπειρο, για την ελπίδα πίσω από το βουνό, το ένοιωθε μέσα του, και ένοιωθε όλους αυτούς που προηγήθηκαν.

Σκεφτόταν πόσα λίγα ήξερε, πόσο λάθος έκανε να κρίνει αυτά που έγιναν με βάση ό,τι λίγα γνώριζε. Αυτοί που άφησαν την ήπειρο της σαβάνας για να αποικήσουν την Γη της Ινδίας, τις απέραντες στέπες, και ύστερα την άγονη Μεσόγειο, ποιος ήταν αυτός που θα τους ένοιωθε; Αλλά, αυτός ήταν αυτοί, και ό,τι θα ακολουθούσε. Μέσα του ο νέγρος παππούς, ο σχιστομάτης αδερφός. Η ζωή του οριζόταν από κάτι που δεν γνώριζε, ήταν καρπός σπόρου που παρασύρθηκε από τον άνεμο.

Η μόνη πυξίδα το ταγάρι του. Πόσο φαγητό έχει ακόμη, και πώς θα γεμίσει. Γύριζε στην έρημο. Εκεί που τελικά, η σκόνη που σκεπάζει τα μάτια είναι πιο κατανοητή. Πάντα γύρευε να γίνει ένα με το περιβάλλον του. Η έρημος ήταν απλή. Ζητούσε μόνο την σιωπή του.

Ο χρόνος που η έρημός του ενωνόταν με την έρημο του θεού του. Και γίνεται ακρογιάλι. Η εποχή που οι βράχοι γίνονται δέντρα. Ήξερε πως σε κανέναν δεν θα μπορούσε να πει το όνειρό του. Τα όνειρα τα ξέχναγε την αυγή.

Ενώθηκε με αυτούς που αδίκησε, με ό,τι ζήλεψε να φτάσει, με ό,τι δεν είπε και τους ρυθμούς που δεν γνώρισε, και όσα έσβησε, και έγιναν όλοι κόκκοι άμμου χωρίς ψυχή.

Και κοίταξε το ταγάρι του, συνειδητοποιώντας την πεζότητά του. Και αισθάνθηκε όμορφος και μόνος στο μονότονο τοπίο. Και ήξερε το τέλος, μα έψαχνε τη ζωή που στο τέλος άξιζε. Και για λίγο δεν είχε ανάγκη την πυξίδα του, και διάλεξε να γίνει η έρημος και ο άνεμος και ο ήλιος που αγκάλιαζαν την θλίψη.

Και άφησε το άλογό του να γυρίσει πίσω στην πεδιάδα, και αισθάνθηκε ό,τι έλεγε εαυτό του έναν κόκκο άμμου, αλαφρύ, χαζό, ίδιο με όλους του κόκκους της ερήμου, σταλιά από το απέραντο μπλε της παγωμένης και τρομαχτικής θάλασσας.