Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

νο 2

"Πέρα από το Τ., υπάρχει το Τζ.
Αλλά πρόσεχε, στο Τζ δεν είναι το τέρμα, υπάρχει παρακάτω."


Το τοπίο, ερημικό. Μια ακρογιαλιά, ένα μικρό βραχονήσι στο βάθος. Αλλά στη σκηνή, πλήθος προσώπων. Γίνεται, φυσικά, να 'σαι μόνος στα κρογιάλι και μαζί σου συνοδεία μια χορωδία προσώπων, φανταστικά, αλλά να κάνουν μια βουή εκκωφαντική, ικανή να πατήσει τον ήχο του πρωινού.

Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από ένα πρωινό μπάνιο σε μια ερημική ακρογιαλιά. Αυτό είναι το κέντρο του κόσμου, γύρω από το οποίο θα ζητήσουν να στηριχθούν μέρες ξένες, μέρες αλλονών.

Οι λέξεις, αυτό κράτα μόνο, και ξέχνα τα υπόλοιπα, είναι προορισμένες να κρατάν την ουσία σε γυάλα. Να την αιχμαλωτίζουν, να την αποστειρώνουν και να την κάνουν τετράγωνη και φοβισμένη.

Δεν είναι όλα όπως τα προγραμματίζουμε. Και καμιά φορά, δεν ξέρω...

Βρήκαμε τη μουσική, βρήκαμε τη ζωγραφική, και μετά είπαμε να αποτυπώσουμε το είναι μας σε λέξεις περίεργες. Ε, δεν είναι εύκολο. Είναι αφύσικο. Είναι μια σταλιά φυσικό βασικά.

Τα νήματα που τους ενώνουν, είναι λεπτά μα δε κόβονται. Είναι τα μόνα που τους κρατούν μαζί σε αμοιβαία κίνηση. Και ίσως να είναι αυτά που τους κρατάν σε στάση όρθια. Είναι λεπτά, είναι απλά, και αν δεν ήθελα να καλύψω με πέπλο την σιωπή μου, θα σου έλεγα ποια είναι. Μα σιωπώ, όσα έχω γράψει είναι μια έκφραση της σιωπής, σιωπής απλής χωρίς άλλα στολίδια, σιωπής προσωπικής και περίεργης. Μα ίσως να ξέρεις, ίσως να μου εξηγήσεις. Και ... ψέμματα. Η σιωπή είναι μόνο μια κρύα τελεία.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ vol.18


Ο ‘Ιαν μόλις σιγουρεύτηκε οτι δεν υπήρχε κανένας στο διάδρομο, βρήκε την έξοδο κινδύνου που φυσιολογικά χρησιμοποιούνταν μόνο απο το προσωπικό του ξενοδοχείου και κατεβαίνοντας γρήγορα τις σκάλες, βρέθηκε στο υπόγειο parking. ‘Ολα ήταν ήσυχα εκεί, μόνο μια φιγούρα ντυμένη με μαύρα δερμάτινα ρούχα πάνω σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού κατευθυνώταν με αρκετά μεγάλη ταχύτητα προς την έξοδο. Ένα απότομο φρενάρισμα ακούστηκε και η μηχανή σταμάτησε ακρίβως μπροστά απο τον ‘Ιαν. Εκείνος έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω ενστεικτοδώς και στάθηκε εκεί με μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του..Ο οδηγός της μηχανής έβγαλε το κράνος και λαμπερές μαύρες μπούκλες έπεσαν απαλά στον ώμο του. ‘Ηταν η Μπρούκ. Ο Ίαν είχε μείνει έκπληκτος να την κοιτάζει όταν τελικά εκείνη του μίλησε. «Δεν περίμενες να με ξαναδείς τόσο σύντομα, έτσι δεν είναι?»τον ρώτησε χαμογελώντας. «Ομολογώ πως όχι.»απάντησε ο ‘Ιαν δειλά προσπαθώντας να καταλάβει τί συνέβαινε.. «Είμαι σίγουρη πως έχεις ένα σωρό απορίες» είπε η Μπρούκ γεμάτη κατανόηση. «Η αλήθεια είναι πως με έχεις μπερδέψει πολύ» της απάντησε ο Ίαν μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Αλήθεια? Δεν είχα τέτοια πρόθεση.Λυπάμαι.»είπε εκείνη. Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπηλής αμηχανίας και χωρίς να χάνει άλλο χρόνο η Μπρούκ είπε στον ‘Ιαν «Τέλοσπάντων, είμαι πρόθυμη να σου τα εξηγήσω όλα.Σίγουρα θα έχουμε πολλά να πούμε οι δυό μας Ίαν.Νομίζω ξέρεις σε τί αναφέρομαι.». «Ξέρεις και το όνομά μου? Μα πώς? Πώς?....Ξέρεις και για τη Λεϊλά.?». «Είναι μεγάλη ιστορία.Ναι ξέρω και για τη Λεϊλά, όπως επίσης και για τον Ρίτσαρτν, όμως θα ήταν καλύτερο να τα συζητήσουμε κάπου αλλού αυτά.Το μέρος εδώ δεν είναι ασφαλές για τέτοιου είδους συζητήσεις.», «Ναι έχεις δίκιο Μπρούκ..Καλύτερα.» απάντησε ο Ίαν μη μπορώντας να πιστέψει όσα άκουγε. «Λοιπόν? Θα αναίβεις?» ρώτησε ανυπόμονα η Μπρουκ..Χωρίς δεύτερη σκέψη ο ‘Ιαν ανέβηκε στη μηχανή μαζί με την Μπρούκ και αναπτύσοντας μεγάλη ταχύτητα, οι δυό τους χάθηκαν στους αχανείς δρόμους του Μανχάτταν...TO BE CONTINIUED

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

αυτή η τρέλα δεν πρέπει να σταματήσει

στην άκρη της τραμπάλας στέκουμαι και χαίρομαι
υποθέτω πως κάτι υπάρχει από την άλλη, και δεν πέφτω
συνήθως δεν έρχομαι από δω
είναι που έλεγα πως δεν έχει νόημα
και δεν έχει

η μεγαλύτερη προσπάθεια δεν είναι αρκετή
δεν μπορεί να είναι τίποτα αρκετό, άμα ζητά να ικανοποιήσει κάτι πέρα από τον εαυτό του

οι τραμπάλες δεν μπορούν να σε παν πολύ ψηλά
σε ανεβάζουν για λίγο
και είναι το βάρος από την άλλη μεριά, που σε τινάζει

Έπρεπε κάποτε κάποιος να ζωγραφίσει με χρώματα κόκκινα και μπλε ένα ξυσμένο μολύβι. αυτός κάθισε και σκάρωσε ό,τι πιο περίεργο μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την στιγμή και τα ζωγράφισε πάνω στη μικρή επιφάνεια του μολυβιού, μα πήρε μόνο το γκρι χρώμα, και το μαύρο. Και μετά αναρωτιόταν, γιατί το μολύβι δεν έγραφε.

και το ανάλογο άσμα.