Μια φορά και έναν καιρό, στο μακρινό βασίλειο, στη μυθική Σκακιέρα, γέννησε η Βασίλισσα το πρώτο της παιδί, την Λευκή Πριγκιποπούλα. Και σα να ξέραν όλοι πως άλλο παιδί ο γερο Βασιλιάς δε μέλεται να κάνει, γιατί γλέντια πολλά ξεκίνησαν σ' όλο το βασίλειο, και στα Λευκά παλάτια φθάσαν καλεσμένοι και από τις τέσσερις γωνίες! Οι δουλειές παντού σταμάτησαν, το γλέντι όλοι να χαρούνε, από τον αυστηρό Αξιωματικό μέχρι το τελευταίο πιόνι!
Έπρεπε, λοιπόν, να ήσασταν εκεί, μες στο Λευκό Παλάτι, για να πιστεύατε την μεγαλοπρέπεια, την λάμψη και το κέφι! Στις οχτώ ημέρες που γιόρταζαν την χαρά του Bασιλείου, δεν έμεινε κανείς να μην χορέψει, μην πιει ή τραγουδήσει!
Και βέβαια ήρθαν οι επίσημοι όλοι, της Αυλής οι φίλοι. Ήρθαν πρώτα οι Ιππότες, πανέμορφοι, στα Λευκά τα Άλογά τους. Τις ασπίδες και τα ξίφη, του Αλόγου τα καλούδια, κράταγαν πιο πίσω οι ιπποκόμοι, νεαροί και μπερδεμένοι (από το θάμα που αντικρίσαν). Ήρθαν έπειτα και άλλες ομορφιές, λαμπερές και στολισμένες, με πρώτες και καλύτερες, των Αξιωματικών οι κόρες! Τα τσαντάκια και τα βιβλία, τα μακριά φορέματά τους, κράταγαν κοπέλες απλές, αγροτώνε θυγατέρες. Μα μη μακρηγορώ, με λεπτομέρειες να σας κουράζω, γιατί το προκείμενο είναι πιο μετά, σπουδαίο και μεγάλο.
Το γεγονός το κεντρικό, που όλοι θα θυμούνται, ήταν οι τρεις μάγισσες, που φανήκαν την όγδοη μέρα. Η μεγάλη Χρονομέτρισσα, ήτανε η πρώτη, αυτήν που αν δεν την ξέρετε, μια μέρα θα τη μάθ' τε. Και ενώ η πρώτη ήταν όμορφη, και μαγνήτιζε τα μάτια, η δεύτερη ήταν η Βιβλιοκρατούσα, με του βιβλίου τη γνώση, που αν την δύναμη της δεν εγνώριζες, απαρατήρητη θα σου περνούσε. Το χέρι, όμως, τώρα τρέμει, και το θυμικό κολλάει, γιατί πάω να ιστορήσω, για την τρίτη μάγισσα, του μύθου το αγκάθι. Γι' αυτήν που μικρός σου λέγανε, όταν δεν κοιμόσουν, αυτή που παραφυλάει, σε επικίνδυνα σοκάκια. Μαύρη Γιαγιά την λέγαν· αν αλλιώς την ήξερες, λιγάκι έτσι κάλεσέ την.
Θα επιταχύνω τώρα, γιατί οι φίλοι, στο a muerte περιμένουν.
Η Χρονομέτρισσα εχάρισε, στη Λευκή Πριγκιποπούλα, το δώρο άλλος δεν απόκτησε, την αιώνια εφηβεία.
Η δεύτερη που τα χρόνια της κρύβαν, πανάρχαια γνώση και της εμπειρίας τη σοφία, την προίκισε με τούτο, λάθος κινήσεις να μην κάνει. Ό,τι κάμωνε, και των διλημμάτων οι επιλογές της, να ήταν με τους νόμους σύμφωνα, της Αρμονίας και της Τάξης.
Η τρίτη που ανέμενες, τι μετέφερε στον κόρφο, σαν πήγε να μιλήσει, σαν έκανε το δώρο της να βγάλει, χέρια την σταμάτησαν, σε στασίδι την καθήσαν. Ποιος νους τολμά να βάλει, τι είχε στο μυαλό της!
Και από τότε οι ευγενείς οι κόρες, και άλλες θυγατέρες, τη Λευκή Πριγκιποπούλα βλέπουν, σ' αυτήν θέλουν να μοιάσουν. Και τα πιόνια που ξαναγύρισαν, στου αγρού το μόχθο, το τελευταίο τετράγωνο ονειρεύονται, που θα τους κάνει Βασιλιάδες.
Και βέβαια υπάρχει και το ένα πιόνι, που αναρωτιέται. Που την Πριγκιποπούλα σκέφτεται, για το δώρο που δεν πήρε. Την ομορφιά και αυτό θαυμάζει, και αυτό είναι μαγεμένο. Μα κάπου κάπου συλλογάται για χρώμα άλλο από το Άσπρο, και από το Μαύρο ακόμα. Για το φούξια και το πράσινο, για το πορτοκαλί, το μπλε.
Λυπάμαι που επιτάχυνα,
που το παραμύθι έχει πικρία,
στη χαρά μου πώς άραγε ξεφύτρωσε,
μα αυτό είναι άλλη ιστορία.
Και για άλλη μια φορά άργησα
έπρεπε να ήμουν εκεί μια ώρα αρχύτερα
για τούτο να χαιρετήσω πρέπει
και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα
3 σχόλια:
auta exoun ta pota kai ta 3enuxtia!!!aurio perimenoume perissoteraaaaaaaaaa!!!!!opoios viazetai na paei amuerte afhnei tous fun tou kai ta pinei!!!!
eisai kavliaris,den to diavasa gtden eimai se thesi. Me eides pwsefuga apo tomagazi, agapame melancholic... avrio tha to diavasw!
δεν ξέρω αν μπορώ περισσότερα, ανώνυμε! Και αύριο δεν θα προλάβω, αν σκεφτείς πως τώρα γύρισα. Αγαπάμε και εμείς zardinero, έχει σημασία για μένα που αγαπάτε melancholic, με βοηθά να τον αγαπάω και εγώ!
πω ρε φίλε, πάλι ήπιαμε...
Δημοσίευση σχολίου